ἐκτός

ἐκτός
ἐκτός adv. (s. ἐξ; Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob 21:1; TestNapht 6:2; ParJer 7:1; EpArist, Philo; Jos., Ant. 14, 471)
τὸ ἐκτός (sc. μέρος) the outside surface of someth., the outside Mt 23:26 (cp. PTebt 316, 95 [99 A.D.] ἐν τῷ ἐ.; Sir Prol. ln. 5 οἱ ἐ.; Lucian, Vit. Auct. 26 and Proclus on Pla., Cratyl. p. 23, 12 P. τὰ ἐ.).
a position not contained within a specific area, outside, here ἐ. functions as prep. w. gen. (s. ἀνά, beg.) (Parthenius 9, 4 ἐκτὸς ἐγένετο αὑτοῦ=he was beside himself) ἐ. τοῦ σώματος outside the body 2 Cor 12:2; cp. vs. 3 v.l. Of sin in general, apart from fornication ἐ. τοῦ σώματός ἐστιν remains outside the body, since sexual immorality pollutes the body itself 1 Cor 6:18. ταῦτα ἐ. τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος these things lie outside the divine majesty Dg 10:5. ποιεῖν τι ἐ. τῆς ἐντολῆς τ. θεοῦ do someth. (good) apart fr. God’s commandment, i.e. beyond what is commanded Hs 5, 3, 3. Outside the altar area ITr 7:2 v.l.
marker of an exception, except
ἐκτὸς εἰ μή unless, except (post-class., in Dio Chrys., Plut., Lucian [Nägeli 33]; Vett. Val. index III; LBW 1499, 23; CIG 2825; Lyc. ins: JHS 34, 1914, p. 31 no. 44, 6; B-D-F §376; Rob. 640) 1 Cor 14:5; 15:2; 1 Ti 5:19.
functions as prep. w. gen. οὐδὲν ἐ. ὧν nothing except what (cp. 1 Ch 29:3; 2 Ch 17:19; TestNapht 6:2) Ac 26:22; ἐ. τοῦ ὑποτάξαντος except the one who subjected 1 Cor 15:27.—DELG s.v. ἐξ. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκτός — without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτός — qualities masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτος — sixth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκτός — 1. ως επίρρ. τοπ. με ρ., έξω, μακριά, προς τα έξω: Ο ίδιος κατοικεί στην πόλη, ο πατέρας του όμως μένει εκτός. 2. ως πρόθ. με την από και αιτ., πλην, εξόν, παρεκτός: Όλοι συμφωνούν εκτός από αυτόν. 3. στη χρήση αυτή εκφέρεται με τους συνδ. εάν,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έκτος — η, ο (AM ἕκτος, η, ον) (τακτ. αριθμ.) αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό έξι νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το ουδ. ως επίρρ.) το έκτο κατά την έκτη σειρά ή για έκτη φορά αρχ. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • έκτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 6. 2. το θηλ. ως ουσ., έκτη το διάστημα μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας (πρβλ. ογδόη). 3. το ουδ. ως ουσ., έκτο ένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐκτός — ἑκτός , ἑκτός qualities masc nom sg ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτά — ἑκτός qualities neut nom/voc/acc pl ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc/acc dual ἑκτά̱ , ἑκτός qualities fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα …   Dictionary of Greek

  • 'κτός — ἐκτός , ἐκτός without indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”